- άπλαστος
- η , ο [ος , ον ]1) неслёпленный; невылепленный; 2) несформированный; несформировавшийся; 3) несозданный, несотворённый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἄπλαστος — not capable of being moulded masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άπλαστος — η, ο (AM ἄπλαστος, ον) 1. (για ζύμη) αυτός που δεν έχει ή δεν είναι εύκολο (ή δυνατόν) να πλαστεί 2. εκείνος που δεν έχει λάβει την οριστική του μορφή, ασχημάτιστος 3. απλός, αβίαστος, ειλικρινής μσν. νεοελλ. (για γνώμη) ακαταστάλαχτος, ανόητος… … Dictionary of Greek
άπλαστος — η, ο επίρρ. α 1. ασχημάτιστος, άμορφος: Το μωρό, άπλαστο ακόμη, δεν έμοιαζε ούτε στη μάνα ούτε στον πατέρα. 2. φυσικός, απροσποίητος, όχι πλαστός: Οι τρόποι της ήταν άπλαστοι. 3. αυτός που δε δημιουργήθηκε από άλλον, ο Θεός: Από τον θρόνο τ… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπλαστότερον — ἄπλαστος not capable of being moulded adverbial comp ἄπλαστος not capable of being moulded masc acc comp sg ἄπλαστος not capable of being moulded neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλαστότατα — ἄπλαστος not capable of being moulded adverbial superl ἄπλαστος not capable of being moulded neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλάστως — ἄπλαστος not capable of being moulded adverbial ἄπλαστος not capable of being moulded masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπλαστον — ἄπλαστος not capable of being moulded masc/fem acc sg ἄπλαστος not capable of being moulded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλάστοις — ἄπλαστος not capable of being moulded masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλάστου — ἄπλαστος not capable of being moulded masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλάστους — ἄπλαστος not capable of being moulded masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλάστων — ἄπλαστος not capable of being moulded masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)